2106995657
Λεωφόρος Κηφισίας 23, Μενεμένη 115 23

Μη μυο διηθητικός καρκίνος της ουροδόχου κυστης

Καρκίνος της ουροδόχου κύστης | Ανδρέας Σκολαρίκος - Ουρολόγος Αθήνα
2106995657
Λεωφόρος Κηφισίας 23, Μενεμένη 115 23
ΚΛΕΙΣΤΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ
Τι πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής σχετικά με τον μη μύο-διηθητικό ή επιφανειακό καρκίνο της ουροδόχου κύστης;
  • καρκίνος της ουροδόχου κύστης αποτελεί τον ένα από τους πιο συχνούς καρκίνους στον κόσμο και έναν από τους πιο συχνούς καρκίνους στην Ευρώπη. 
  • Οι άνδρες προσβάλλονται τρείς φορές περισσότερο από καρκίνο της ουροδόχου κύστης συγκριτικά με τις γυναίκες. 
  • Ο κίνδυνος προσβολής από καρκίνο της ουροδόχου κύστης αυξάνει καθώς αυξάνει η ηλικία.
  • Οι λευκή φυλή (Καυκάσιοι) βρίσκεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο αν[απτυξης της νόσου, ενώ σε σειρά συχνότητας ακολουθούν οι Άφροαμερικανοί και μετά οι Λατίνοι. 
  • Ο καρκίνος της κύστης προσβάλλει περισσότερο τις ηλικιωμένες ομάδες ασθενών αν και εμφανίζεται αρκετά συχνά και σε νεαρούς ενήλικες ακόμα και σε παιδιά. 
  • Περίπου το 75% των ασθενών που προσβάλλονται από καρκίνο της ουροδόχου κύστης θα έχουν πενταετή επιβίωση, δηλαδή θα είναι ζωντανοί στα 5 χρόνια μετά την διάγνωση του καρκίνου τους. 
  • Παρόλες τις προόδους τόσο στη διάγνωση όσο και στη θεραπεία του καρκίνου της ουροδόχου κύστης το ποσοστό αυτού δεν έχει αλλάξει μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια.
Ποιοί είναι οι παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου της ουροδόχου κύστης;
  • Η ανάπτυξη καρκίνου της ουροδόχου κύστης σχετίζεται με την έκθεση σε περιβαντολλογικούς, επαγγελματικούς, γενετικούς και κοινωνικούς παράγοντες. 
  • ασθενής μπορεί να εκτίθεται σε καρκινογόνα, δηλαδή σε ουσίες που προκαλούν καρκίνο, είτε μέσω της αναπνοής, είτε μέσω απορρόφησης από το δέρμα είτε μέσω πρόσληψης με την τροφή. 
  • Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη του καρκίνου της ουροδόχου κύστης περιλαμβάνουν το κάπνισμα, την επαγγελματική έκθεση σε αρωματικές αμίνες, το ιστορικό χρόνιων λοιμώξεων του ουροποιητικού, τη χρονία χρήση καθετήρα εντός της ουροδόχου κύστεως, τη προηγούμενη έκθεση του πυελικού εδάφους σε ακτινοβολία, τη προηγούμενη χρήση του χημειοθεραπευτικού κυκλοφωσφαμίδης και τη κατάχρηση αναλγητικών. 
  • Το κάπνισμα αποτελεί τον πιο συχνό παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου της ουροδόχου κύστης. Οι καπνιστές έχουν 6 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν καρκίνο της ουροδόχου κύστης από τους ανθρώπους που δεν καπνίζουν. 
  • Άλλοι παράγοντες κινδύνου αφορούν τους αρρώστους που εργάζονται σε ορυχεία ή / και στη βιομηχανία πλαστικών. Αυτό οφείλεται κυρίως γιατί οι άρρωστοι αυτοί εκτίθενται για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ουσίες που ονομάζονται αρωματικές αμίνες. Τέτοιες ουσίες είναι το αρσενικό και η βενζιδίνη. 
  • Επιπρόσθετα, ασθενείς οι οποίοι εμφανίζουν για χρόνια υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου της ουροδόχου κύστεως. 
  • Η προηγούμενη έκθεση σε ακτινοβολία είτε της κοιλιακής χώρας είτε της ελάσσονος πυέλου μπορεί και αυτή να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου της ουροδόχου κύστης. 
  • Η χρήση του χημειοθεραπευτικού κυκλοφωσφαμίδης, δραστικής ουσίας εναντίον αρκετών καρκίνων, μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα προσβολής από καρκίνο της ουροδόχου κύστης αρκετά χρόνια μετά τη λήξη της πρόσληψης της κυκλοφωσφαμίδης. 
  • Αν και υπάρχει αρκετή διχογνωμία αρκετοί πιστεύουν ότι η χρονία χρήση ή κατάχρηση ορισμένων παυσίπονων φαρμάκων όπως για παράδειγμα της φαινακετίνης καθώς επίσης και τεχνικών γλυκαντικών ουσιών όπως η ζαχαρίνη μπορεί να αυξήσουν την πιθανότητα προσβολής από καρκίνο της ουροδόχου κύστης. 
  • Η λήψη ακλοόλ δεν σχετίζεται με τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης. 
  • Από την άλλη πλευρά πιστεύετε ότι μία δίαιτα πλούσια σε φρούτα και λαχανικά, όπως η μεσογειακή δίαιτα, σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου της ουροδόχου κύστης. 
  • Τέλος, κληρονομικές μορφές του καρκίνου της ουροδόχου κύστης δεν έχουν καταδηχτεί μέχρι τώρα, κυρίως εξαιτίας της δυσκολίας που έχουν οι ερευνητές στο βασικό βιοχημικό και μοριακό επίπεδο της έρευνας.  
Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι καρκίνου της ουροδόχου κύστης;
  • Οι καρκίνοι της ουροδόχου κύστης ταξινομούνται με βάση το είδος των καρκινικών κυττάρων που βρίσκει ο παθολογοανατόμος κατά την μικροσκοπική εξέταση του υλικού που του στέλνει ο χειρουργός μετά από την λήψη βιοψίας.
  • Ο πιο συχνός ιστολογικός τύπος καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι το ουροθηλιακό καρκίνωμα ή όπως αλλιώς ονομάζεται το καρκίνωμα από μεταβατικό επιθήλιο το οποίο αφορά το 90% των περιπτώσεων καρκίνου της ουροδόχου κύστης. 
  • Δεύτερος σε σειρά συχνότητας είναι το καρκίνωμα από πλακώδη κύτταρα που αφορά το 5% των περιπτώσεων και τρίτο το αδενοκαρκίνωμα που αφορά το 2% των περιπτώσεων. 
  • Υπάρχουν και σπανιότερες μορφές καρκίνου της κύστης.  
Ποιά είναι τα συμπτώματα του καρκίνου της ουροδόχου κύστης;

Αιματουρία ή η ανεύρεση αίματος στα ούρα 

  • Η αιματουρία αποτελεί το πιο συχνό σύμπτωμα ή σημείο του καρκίνου της ουροδόχου κύστης. 
  • Διακρίνεται σε μακροσκοπική αιματουρία, την οποία ο ασθενής μπορεί να αντιληφθεί καθώς βλέπει αίμα τη στιγμή που ουρεί και σε μικροσκοπική αιματουρία, η οποία διαγιγνώσκεται από τα ερυθρά αιμοσφαίρια και την αιμοσφαιρίνη που βρίσκει  ο μικροβιολόγος με τη μικροσκοπική εξέταση των ούρων κατά τη γενική ανάλυση ούρων. 
  • Ανεξάρτητα με το εάν η  αιματουρία είναι μικροσκοπική ή μακροσκοπική πρέπει να ερευνάται ενδελεχώς. 
  • Η ύπαρξη αιματουρίας δεν σημαίνει αυτόματα ότι ο ασθενής έχει καρκίνο της ουροδόχου κύστης. Αίμα στα ούρα μπορεί να εμφανιστεί εξαιτίας ύπαρξης λίθων, λοίμωξης, τραύματος ή διότι ο προστάτης έχει μεγαλώσει σε μέγεθος και όταν ο ασθενής ουρεί καποια από τις φλέβες του προστάτη «ανοίγει» και προκαλεί την αιματουρία. 
  • Ακόμα εάν ο ασθενής έχει λάβει με την τροφή του πατζάρια τα ούρα του μπορεί να χρωματιστούν κόκκινα χωρίς όμως στη γενική εξέταση ούρων να ανευρίσκονται ερυθροκύτταρα ή αιμοσφαιρίνη.  

Επιτακτικότητα για ούρηση. 

  • Ο καρκίνος της κύστης μπορεί να προκαλέσει ξαφνική και άμεση επιθυμία να πάει ο ασθενής στην τουαλέτα για να ουρήσει 

Πόνος κατά την ούρηση 

Συχνουρία 

  • δηλαδή ανάγκη του ασθενούς να πηγαίνει πολλές φορές στην τουαλέτα συνήθως καθόλη τη διάρκεια της ημέρας

 

Πόνος 

  • στη μία πλευρά της κοιλιάς ή οσφυϊκός πόνος 

Δυσκολία στην ούρηση 

Ποιες είναι οι εξετάσεις που επιβεβαιώνουν τη διάγνωση; Κυστεοσκόπηση
  • Η κυστεοσκόπηση δηλαδή η ενδοσκόπηση του εσωτερικού της ουροδόχου κύστης αποτελεί μία πολύ συχνή διαγνωστική δοκιμασία στην ουρολογία. 
  • Κατά την κυστεοσκόπηση τοποθετείται εντός της ουρήθρας μια λιπαντική γέλη η οποία περιέχει συνήθως και τοπικό αναισθητικό. Κατόπιν, ο ουρολόγος τοποθετεί το εύκαμπτο κυστεοσκόπιο εντός της ουρήθρας το οποίο προωθεί με ήπιες κινήσεις στο εσωτερικό της ουροδόχου κύστης. 
  • Η διαδικασία δεν κρατά πολύ, η προετοιμασία μάλιστα μερικές φορές κρατά περισσότερο από την ίδια την κυστεοσκόπηση. 
  • Μετά τη κυστεοσκόπηση ο ασθενής μπορεί να έχει ένα αίσθημα καψίματος στην ούρηση το οποίο υποχωρεί γρήγορα με την λήψη αρκετών υγρών και τη τακτική ούρηση. 
  • Κατά τη κυστεοσκόπηση ο γιατρός συνήθως βλέπει βλάβες που μοιάζουν με κουνουπίδι ή είναι πολύ επίπεδες και έντονα κόκκινες. Οι βλάβες αυτές μπορεί να ποικίλλουν σε μέγεθος από λίγα χιλιοστά έως να καταλαμβάνουν σχεδόν ολόκληρο το εσωτερικό της ουροδόχου κύστης. Ο ασθενής μπορεί να έχει έναν ή πολλούς όγκους.  
  • Κάθε ανωμαλία την οποία εντοπίζει ο ουρολόγος κατά τη διάρκεια της κυστεοσκόπησης χρειάζεται περαιτέρω έλεγχο κυρίως με τη λήψη βιοψίας από τη βλάβης.
Ποιες είναι οι εξετάσεις που επιβεβαιώνουν τη διάγνωση; Κυτταρολογική εξέταση των ούρων
  • Η κυτταρολογική εξέταση των ούρων χρησιμοποιείται για τον αποκλεισμό ύπαρξης καρκίνου της ουροδόχου κύστης. 
  • Μία ακόμη ένδειξη για τη χρήση της κυτταρολογικής εξέτασης των ούρων είναι η παρακολούθηση των ασθενών που έχουν γνωστό ιστορικό καρκίνου της ουροδόχου κύστης. 
  • Η κυτταρολογική εξέταση των ούρων αναφέρεται στην μικροσκοπική εξέταση από τον ειδικό γιατρό, τον κυτταρολόγο, των κυττάρων που απεκκρίνονται από το επιθήλιο του βλεννογόνου της ουροδόχου κύστης. 
  • Η εξέταση των κυττάρων μας λέει εάν αυτά είναι καρκινωματώδη ή όχι. 
  • Η κυτταρολογική εξέταση των ούρων δεν αποτελεί μία ευαίσθητη και αρκετά διαγνωστική δοκιμασία και συνήθως χρησιμοποιείται παράλληλα με την κυστεοσκόπηση. 
  • Συνήθως ο ουρολόγος ζητά να πραγματοποιηθεί περισσότερο από μία κυτταρολογική εξέταση ούρων για να αυξηθεί η πιθανότητα διάγνώσης καρκίνου της ουροδόχου κύστης.
Ποιες είναι οι εξετάσεις που επιβεβαιώνουν τη διάγνωση; Μέτρηση ειδικών δεικτών που αποβάλλονται με τα ούρα
  • Υπάρχουν καρκινικοί δείκτες η ανεύρεση των οποίων πυροδοτεί την υποψία στον Ουρολόγο ότι ο ασθενής μπορεί να έχει καρκίνο της ουροδόχου κύστης. 
  • Οι δείκτες αυτοί περιλαμβάνουν το BTA stat και το BTA TRACK τεστ, το ImmunoCyt τεστ το NMP22 τεστ και το Urovysion FISH τεστ. 
  • Καμία από αυτές τις διαγνωστικές δοκιμασίες δεν κατάφεραν μέχρι τώρα να υποκαταστήσουν την συμβατική κυστεοσκόπηση στη διάγνωση και τη παρακολούθηση του καρκίνου της κύστης. 
  • Οι δείκτες αυτοί συνήθως χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τη κυστεοσκόπηση και τη κυτταρολογική εξέταση των ούρων γιά να αυξηθεί η πιθανότητα διάγνωσης καρκίνου της ουροδόχου κύστης. 
Ποιες είναι οι εξετάσεις που επιβεβαιώνουν τη διάγνωση; Απεικονιστικές εξετάσεις
  • Όλοι οι ασθενείς που διαγιγνώσκονται με καρκίνο της ουροδόχου κύστης για πρώτη φορά υποβάλλονται σε κάποιου είδους απεικονιστική εξέταση όπως για παράδειγμα το υπερηχογράφημα, την ενδοφλέβια πυελογραφία, την αξονική τομογραφία ή την μαγνητική τομογραφία. 
  • Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που ουρολόγος ζητά απεικόνιση στον νέο-διαγνωσθέντα καρκίνο της ουροδόχου κύστης. 
  • Για παράδειγμα περίπου το 5% των ασθενών με ουροθηλιακό καρκίνωμα της ουροδόχου κύστης, δηλαδή του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος, μπορεί παράλληλα να εμφανίζουν ουροθηλιακό καρκίνωμα του νεφρού ή των ουρητήρων, δηλαδή του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος. Κατά συνέπεια, η απεικόνιση είναι απαραίτητη για τον αποκλεισμό ύπαρξης τέτοιων καρκίνων. 
  • Παράλληλα η απεικόνιση μπορεί να μας βοηθήσει να καθορίσουμε το μεγέθος και την εντόπιση του όγκου καθώς επίσης και την πιθανή επέκταση του όγκου έξω από την ουροδόχο κύστη δηλαδή να δούμε εάν υπάρχει εξωκυστική εντόπιση του όγκου.
Ποιες είναι οι εξετάσεις που επιβεβαιώνουν τη διάγνωση; Διουρηθρική εκτομή του όγκου της κύστεως
  • Η διουρηθρική εκτομή του όγκου της κύστεως αποτελεί τη τελική διαγνωστική αλλά και θεραπευτική προσέγγιση των ασθενών με καρκίνο της κύστεως που εμφανίζεται για πρώτη φορά. 
  • Κατά τη διάρκεια της επέμβασης ο χειρουργός τοποθετεί δια της ουρήθρας του αρρώστου εντός της κύστης ένα ειδικό χειρουργικό κυστεοσκόπιο, που καλείται ρεζεκτοσκόπιο, με τη βοήθεια του οποίου αφαιρούνται οι όγκοι από το εσωτερικό της ουροδόχου κύστεως. 
  • Η διουρηθρική εκτομή των όγκων της κύστης και διαγνωστική και θεραπευτική σημασία. 
  • Διαγνωστική για τη μετά την αφαίρεσή τους ο παθολογοανατόμος θα καθορίσει το στάδιο αλλά και τον βαθμό επιθετικότητας της νόσου και θεραπευτική γιατί στην ίδια διαδικασία μπορούν να αφαιρεθούν όλοι οι ορατοί όγκοι της κύστης. 
  • Κατά τη διουρηθρική εκτομή του όγκου της κύστης ο ασθενής λαμβάνει είτε περιοχική είτε γενική αναισθησία γιατί η διαδικασία αυτή κρατά περισσότερο από την απλή κυστεοσκόπηση και είναι πιο επώδυνη. 
  • Το παρασκεύασμα το οποίο θα αποσταλεί στον παθολογοανατόμο πρέπει να περιλαμβάνει και τμήμα του μυϊκού χιτώνα της ουροδόχου κύστης. Η διήθηση ή μη του μυϊκού χιτώνα της ουροδόχου κύστης καθορίζει το είδος της θεραπείας του ασθενούς μετά τη διουρηθρική εκτομή του όγκου.
Καθορισμός του Σταδίου (σταδιοποίηση) και του βαθμού κακοήθειας του όγκου.
  • Η σταδιοποίηση και η ανεύρεση του βαθμού κακοήθειας του όγκου της ουροδόχου κύστης είναι πολύ σημαντική για τον άρρωστο. 
  • Με βάση το στάδιο και το βαθμό κακοήθειας ο ουρολόγος θα επιλέξει την καταλληλότερη θεραπεία για τον ασθενή. 
  • Ο καθορισμός του Σταδίου και του βαθμού κακοήθειας γίνεται από ειδικούς ιατρούς, τους παθολόγοανατόμους, οι οποίοι εξετάζουν το υλικό που αφαίρεσε από την ουροδόχο κύστη ο χειρουργός.
Παθολογοανατομικό Στάδιο
  • Το παθολογοανατομικό στάδιο του καρκίνου της ουροδόχου κύστης εξαρτάται από το πόσο βαθιά διηθεί ο όγκος τις διάφορες στιβάδες του τοιχώματος της ουροδόχου κύστης. 
  • Το παθολογοανατομικό στάδιο μπορεί επίσης να καθορίσει την πιθανότητα προσβολής άλλων οργάνων πλήν της ουροδόχου κύστης.  
  • Η ταξινόμηση των σταδίων της ουροδόχου κύστης ακολουθεί το διεθνές σύστημα ταξινόμησης TNM (Tumor-όγκος Nodes-λεμφαδένες Metastases-μεταστάσεις). 
  • Η σημαντικότερη πληροφορία που δίνει ο παθολογοανατόμος κατά την εξέταση του υλικού που του απέστειλε ο χειρουργός είναι ο βαθμός διήθησης του όγκου εκτός των στιβάδων της ουροδόχου κύστεως. Η κυριότερη διάκριση αφορά το εάν ο όγκος έχει διηθήσει ή όχι το μυικό χιτώνα της ουροδόχου κύστης. 
  • Περίπου 70-75% των ασθενών που εμφανίζουν για πρώτη φορά καρκίνο της ουροδόχου κύστης πάσχουν από μη μυοδιηθητικό καρκίνο της κύστης. Από αυτούς του 70-75% είναι σταδία Τα ενώ το υπόλοιπο 25% είναι σταδίουΤ1. Όπως αναφέρθηκε ήδη το 25-30% των ασθενών που εμφανίζουν καρκίνο της ουροδόχου κύστης για πρώτη φορά εμφανίζουν διήθηση του μυϊκού χιτώνα.
Ταξινόμηση ή σταδιοποίηση του όγκου της ουροδόχου κύστης
  • Τχ: Δεν μπορεί να καθοριστεί εάν υπάρχει ή όχι πρωτοπαθής όγκος της ουροδόχου κύστης 
  • Tα: Μη διηθητικό θηλώδες καρκίνωμα της ουροδόχου κύστης 
  • Τ1: Ο όγκος διηθεί την υποβλεννογόνια μυϊκή στιβάδα
  • Τ2: O όγκος διηθεί το μυικό χιτώνα 
  • Τ2α: Ο όγκος διηθεί το επιφανειακό τμήμα του μυικού χιτώνα, δηλαδή το εσωτερικό μισό του μυϊκού 
  • χιτώνα 
  • Τ2β: Ο όγκος διηθεί βαθύτερα τον μυϊκό χιτώνα, δηλαδή το έξω ήμισυ του μυικού χιτώνα 
  • T3: Ο όγκος διηθεί τον περικυστικό χώρο ή το περικυστικό λίπος
  • Τ3α: μικροσκοπική διήθηση
  • Τ3β: μακροσκοπική διήθηση
  • Τ4: O όγκος διηθεί τον προστάτη, τις σπερματοδόχες κύστεις, τη μήτρα, τον κόλπο, το πυελικό ή το κοιλιακό τοίχωμα
  • Τ4α: Ο όγκος διηθεί το προστάτη, τις σπερματοδόχους κύστεις, τη μήτρα ή τον κόλπο
  • Τ4β: Ο όγκος διηθεί το πυελικό ή το κοιλιακό τοίχωμα
Καθορισμός του βαθμού κακοηθείας του καρκίνου της ουροδόχου κύστης
  • Ο καθορισμός του βαθμού κακοήθειας του όγκου της ουροδόχου κύστης είναι πολύ σημαντικός γιατί αποτελεί έναν ιδιαίτερα σημαντικό δείκτη της υποτροπής ή της προόδου της νόσου. 
  • Οι παθολογοανατόμοι είναι οι γιατροί εκείνοι οι οποίοι καθορίζουν το βαθμό κακοήθειας, εξετάζοντας με το μικροσκόπιο τα καρκινικά κύτταρα που αποτελούν τον όγκο. 
  • Όσο μεγαλύτερη είναι η ανωμαλία των χαρακτηριστικών των καρκινικών κυττάρων τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός κακοήθειας.
  • Όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός κακοήθειας του όγκου τόσο πιο επιθετικός θεωρείται ό όγκος και τόσο πιο μεγάλη ανησυχία έχουμε για τον ασθενή μας 

Θεραπεία

Διουρηθρική εκτομή του όγκου της κύστης
  • Η διουρηθρική εκτομή των όγκων της ουροδόχου κύστης πραγματοποιείται για διαγνωστικούς αλλά και θεραπευτικούς σκοπούς. 
  • Είναι σημαντικό όλοι οι ορατοί όγκοι εντός της ουροδόχου κύστεως να αφαιρούνται κατά τη διάρκεια του χειρουργείου και είναι εξαιρετικά σημαντικό η εκτομή των όγκων αυτών να περιλαμβάνει και τμήμα μυϊκού χιτώνα από το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης. 
  • Ανάλογα με το στάδιο του όγκου (π.χ Τα ή Τ1, υψηλού βαθμού κακοήθειας) ο ουρολόγος μπορεί να ζητήσει επανάληψη της εκτομής του όγκου για να καθορίσει καλύτερα τη πιθανότητα να υπάρχει υπολειμματικός όγκος που διηθεί το μυϊκό χιτώνα της κύστης. Το ίδιο μπορεί να ζητήσει ο ουρολόγος ακόμη και εάν κατά την αρχική εκτομή του όγκου δεν ανευρέθει στην ιστολογική εξέταση τμήμα μυϊκού χιτώνα. 
  • Παρόλα αυτά, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ακόμη και εάν υπάρχει τμήμα μυϊκού χιτώνα στην αρχική εκτομή του όγκου, το οποίο δεν είναι διηθημένο από τον καρκίνο, αλλά το τοπικό στάδιο είναι Τα ή Τ1 υψηλού βαθμού κακοήθειας (grade) τότε ο ουρολόγος θα συστήσει επανάληψη της διουρηθρικής εκτομής. 
  • Επιπρόσθετα της αφαίρεσης όλων των ορατών όγκων ο ουρολόγος κατά την διουρηθρική εκτομή θα πρέπει να αφαιρεί όλες τις βλάβες που είναι έντονα ερυθρές ή άλλου είδους βλάβες που είναι ύποπτες για κακοήθεια. 
  • Μετά τη διουρηθρική εκτομή του όγκου της κύστης τοποθετείται ένας καθετήρας τριπλού αυλού εντός αυτής, για να παροχετεύονται τα ούρα αλλά και να ξεπλένεται η ουροδόχος κύστη. Ο καθετήρας αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ενστάλαξη φαρμακευτικής θεραπείας εντός του αυλού της ουροδόχου κύστης μετά το χειρουργείο. 
  • Οι ενδοκυστικές αυτές εγχύσεις σαν στόχο έχουν να καταστρέψουν κυκλοφορούντα αιωρούμενα καρκινικά κύτταρα μέσα στα ούρα και να ελαττώσουν τη πιθανότητα υποτροπής του όγκου. 
  • Ο καθετήρας διατηρείται για μία ή περισσότερες ημέρες έως ότου να καθαρίσει το χρώμα των ούρων οπότε και αφαιρείται.
  • Μετά τη διουρηθρική εκτομή του όγκου της κύστης ο ασθενής μπορεί να αισθάνεται κάποια δυσανεξία ή κάψιμο κατά την ούρηση το οποίο μπορεί να διαρκέσει για μερικές εβδομάδες. Επίσης ο ασθενής θα πρέπει να αποφεύγει την έντονη άσκηση ή την έντονη κόπωση, θα πρέπει να ουρεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα ούτως ώστε να αποφύγει την εμφάνιση καθυστερημένης αιμορραγίας μετά το χειρουργείο. 
  • Μετά τη διουρηθρική εκτομή του όγκου της κύστεως ο βλεννογόνος της κύστης εμφανίζει μία άγρια επιφάνεια η οποία τελικά θα καλυφθεί από φυσιολογικά κύτταρα όπως και ο υπόλοιπος βλεννογόνος της κύστεως. 
  • Ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει πήγματα αίματος καθώς και ράκη ιστών ακόμα και τέσσερις εβδομάδες μετά το χειρουργείο.
Ενδοκυστική θεραπεία
  • Ενδοκυστική θεραπεία σημαίνει την ενστάλαξη ουσιών εντός της ουροδόχου κύστης. 
  • Η θεραπεία αυτή ονομάζεται και «ενδοκυστικές εγχύσεις». 
  • Σε μερικές περιπτώσεις κάποιο από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την ενδοκυστική έγχυση ενίοντε στην ουροδόχο κύστη αμέσως μετά την αρχική διουρηθρική εκτομή του όγκου της κύστης. 
  • Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες ενδοκυστικής θεραπείας: η ενδοκυστική χημειοθεραπεία και η ενδοκυστική ανοσοθεραπεία. 
  • Οι χημειοθεραπευτικοί παράγοντες που εγχύονται στο εσωτερικό της ουροδόχου κύστης καταστρέφουν τα καρκινικά κύτταρα τα οποία τυχόν έχουν παραμείνει μετά από το χειρουργείο, ενώ η ανοσοθεραπευτικοί παράγοντες προκαλούν μία τοπική ανοσοαντίδραση στην ουροδόχο κύστη που βοηθάει ούτως ώστε ο οργανισμός να καταπολεμήσει τον καρκίνο. 
  • Τα φάρμακα ενδοκυστικής χημειοθεραπείας περιλαμβάνουν την μιτομυκίνη C, την επιρουμπικίνη, τη δοξορουβικίνη, τη βαλρουμπικίνη, το Θιοτέπα και τη γεμσιταβίνη. Τα φάρμακα ανοσοθεραπείας περιλαμβάνουν το εξασθενισμένο εμβόλιο της φυματίωσης (BCG)  ή το συνδυασμό του BCG και της ιντερφερόνης άλφα. 
Ενδοκυστική έγχυση χημειοθεραπείας αμέσως μετά το αρχικό χειρουργείο
  • Αποτελεί κοινή πρακτική η χορήγηση μιας δόσης ενδοκυστικού χημειοθεραπευτικού παράγοντα αμέσως μετά τη διουρηθρική εκτομή του όγκου της κύστης. Συνήθως η έγχυση αυτή πραγματοποιείται μέσα σε έξι ώρες και έως το πρώτο εικοσιτετράωρο από το αρχικό χειρουργείο μέσου του καθετήρα της ουροδόχου κύστεως που έχει τοποθετηθεί αμέσως μετά το χειρουργείο. 
  • Η ενδοκυστική αυτή έγχυση βοηθά στη μείωση των υποτροπών ιδιαίτερα εάν ο αρχικός όγκος αφορούσε έναν μονήρη μη μυοδιηθητικό όγκο χαμηλού βαθμού κακοήθειας. 
  • Ο χημειοθεραπευτικός παράγοντας που χρησιμοποιείται πιο συχνά είναι η μιτομυκίνη C, αλλά και στη χώρα μας δεν κυκλοφορεί πλέον και γι αυτό το λόγο χρησιμοποιείται η επιρουμπικίνη. 
  • Η επιρουμπικίνη, όταν διαλύεται για να προετοιμαστεί η έγχυση, έχει ένα κόκκινο χρώμα και όπως έχει αναφερθεί χορηγείται διαμέσου του καθετήρα εντός της ουροδόχου κύστης. 
  • Ο καθετήρας κλείνεται με τάπα ούτως ώστε να δώσουμε χρόνο στο χημειοθεραπευτικό διάλυμα να παραμείνει εντός της ουροδόχου κύστης και να δράσει. Ο χημειοθεραπευτικός παράγοντας παραμένει εντός της ουροδόχου κύστης για μία ή δύο ώρες ή μέχρι ο ασθενής να μην μπορεί να το ανεχθεί άλλο. Μετά από αυτό, ο καθετήρας της ουροδόχου κύστεως ανοίγεται και αποβάλλονται το το φάρμακο μαζί με τα ούρα που έχουν παραχθεί κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα. Ενόσω ο καθετήρας είναι αποκλεισμένος με τάπα ο ασθενής μπορεί να αισθάνεται άσχημα καθώς αυξάνει και διογκώνεται η ουροδόχος κύστη επειδή παράγεται καινούργια ποσότητα ούρων. 
  • Εάν ο ασθενής αισθανθεί ιδιαίτερες ενοχλήσεις ο καθετήρας ανοίγεται αμέσως και τα ούρα αφήνονται σε ελεύθερη ροή. 
Εισαγωγική θεραπεία με ενδοκυστικές εγχύσεις
  • Εκτός από την άμεση μετεγχειρητικά ενδοκυστική έγχυση ενός χημειοθεραπευτικού παράγοντα ο ασθενής μπορεί να χρειαστεί επιπλέον θεραπεία είτε με ενδοκυστική χημειοθεραπεία είτε με ενδοκυστική ανοσοθεραπεία. 
  • Η επιλογή μεταξύ των δύο εξαρτάται από τη φύση (αριθμό και εντόπιση των όγκων), το παθολόγοανατομικό στάδιο και το βαθμό κακοήθειας του όγκου που έχει ο κάθε ασθενής. 
  • Ο στόχος της εισαγωγικής θεραπείας είναι να προσπαθήσει να μειώσει την υποτροπή και τη πρόοδο της νόσου. 
  • Υποτροπή του όγκου της κύστης ονομάζεται η οποιαδήποτε εμφάνιση νέων όγκων ανεξάρτητα από το σταδίο ή το βαθμό κακοήθειας που εμφανίζουν. 
  • Πρόοδος της νόσου ονομάζεται η εμφάνιση νέων όγκων οι οποίοι είναι είτε σε μεγαλύτερο στάδιο είτε σε μαγαλύτερο βαθμό κακοήθειας από ότι εμφάνιζε ο αρχικός ή οι προηγούμενοι όγκοι. 
  • Η εισαγωγική θεραπεία με ενδοκυστικές εγχύσεις ξεκινά συνήθως δύο με έξι εβδομάδες μετά την διουρηθρική αφαίρεση του όγκου της ουροδόχου κύστης και αφορά ένα προκαθορισμένο πρόγραμμα εβδομαδιαίων ενδοκυστικών εγχύσεων που διαρκούν για έξι έως οκτώ εβδομάδες. 
  • Οι πιο συχνοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται για ενδοκυστική ανοσοθεραπεία είναι το BCG ενώ για ενδοκυστική χημειοθεραπεία η μιτομυκίνη C και στην Ελλάδα η επιρουμπικίνη. 
  • Ενώ η ενδοκυστική χημειοθεραπεία όπως η Επιρουμπιικίνη ελαττώνει τη πιθανότητα υποτροπής του καρκίνου μόνο το BCG φαίνεται ότι ελαττώνει και την υποτροπή του όγκου αλλά και την πρόοδο της νόσου. 
  • Το BCG όπως έχει αναφερθεί αναπτύχθηκε αρχικά σαν το εμβόλιο της φυματίωσης και χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα με αυτό το σκοπό σε πολλές χώρες. Κατά τη δεκαετία του 1980 βρέθηκε ότι η ενστάλλαξη BCG  εντός της ουροδόχου κύστης βοηθά στη πρόληψη της υποτροπής και της προόδου του όγκου. Σε αντίθεση με την μιτομυκίνη C ή τη φαρμορουμπικίνη το BCG δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα μετά το χειρουργείο. Πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον δύο έως τέσσερις εβδομάδες μετά την διουρηθρική εκτομή του όγκου της κύστης για την επούλωση του βλεννογόνου του τοιχώματος της ουροδόχου κύστης. Αυτό γίνεται για να προλάβουμε τυχόν ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορεί να προκληθούν από την συστηματική απορρόφηση του BCG. 
  • Οι ενδοκυστικές εγχύσεις λαμβάνουν χώρα σε εξωτερική βάση χωρίς να χρειάζεται νοσηλεία του ασθενούς. Ο ασθενής λοιπόν έρχεται στη κλινική, τοποθετείται ουροκαθετήρας, γίνεται η ενστάλαξη της έγχυσης, αφαιρείται άμεσα ο καθετήρας και ο ασθενής πηγαίνει στο σπίτι του. Η οδηγία που λαμβάνει είναι να μην ουρήσει για μία έως δύο ώρες ή μέχρι να αισθανθεί έντονη ενόχληση στη κύστη του από το φάρμακο. Επίσης εξηγείται στον ασθενή οτι πρέπει να να αλλάζει συχνά τις θέσεις του σώματος του ούτως ώστε το φάρμακο να επαλείφει όλο το βλεννογόνο της ουροδόχου κύστης για το χρονικό διάστημα μέχρι να ουρήσει. 
Θεραπεία συντήρησης ενδοκυστικών εγχύσεων
  • Η θεραπεία συντήρησης ακολουθεί την εισαγωγική θεραπεία και αφορά την εβδομαδιαία ενδοκυστική έγχυση φαρμάκου σε προκαθορισμένα διαστήματα που μπορεί να διαρκέσουν έως και τρία χρόνια. 
  • Πρέπει να σημειώσουμε οτι δεν χρειάζονται όλοι οι ασθενείς θεραπεία συντήρησης ενώ ούτε όλοι οι ασθενείς συμμορφώνονται με το πρόγραμμα συντήρησης. 
  • Ο πιο συχνός παράγοντας που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία συντήρησης και που είναι ο μόνος που έχει αποδειχτεί ότι ελαττώνει σημαντικά την υποτροπή και τη πρόοδο της νόσου είναι το εμβόλιο της φυματίωσης (BCG). 
  • Το πιο συχνό πρόγραμμα το οποίο ακολουθείται είναι αυτό που περιέγραψε για πρώτη φορά ο Lamm. Tο πρωτόκολλο αφορά σε τρείς εβδομαδιαίες ενδοκυστικές εγχύσεις BCG στους τρείς και στους έξι μήνες μετά από τη διουρηθρική εκτομή του όγκου της κύστης, ακολουθούμενες από τρείς εβδομαδιαίες ενδοκυστικές εγχύσεις κάθε έξι μήνες έως ότου συμπληρωθούν τρία χρόνια από την αρχική εκτομή του όγκου. 
  • Το εμβόλιο της φυματίωσης χρησιμοποιείται κυρίως στούς ασθενείς που έχουν επιφανειακή νόσο υψηλού βαθμού κακοηθείας. Μπορεί να ελαττώσει την υποτροπή του όγκου κατά 30%. 
  • Εκτός από την ανοσοθεραπεία ορισμένες μορφές ενδοκυστικής χημειοθεραπείας όπως η μιτομυκίνη C μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν θεραπεία συντήρησης σε ορισμένους ασθενείς. 
  • Ο συνδυασμός ενδοκυστικών θεραπειών όπως το εμβόλιο της φυματίωσης με την ιντερφερόνη μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν. Ο συνδυασμός ενδείκνυται ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου ο καρκίνος υποτροπιάζει παρά την ενδοκυστική ανοσοθεραπεία με το εμβόλιο της φυματίωσης. Στις περιπτώσεις αυτές βέβαια μπορεί να απαιτηθεί η πιο ριζική θεραπεία με τη μορφή της ριζικής κυστεκτομής δηλαδή της αφαίρεσης ολόκληρης της ουροδόχου κύστης. 
Άλλες θεραπείες

Θεραπεία με λέϊζερ 

  • Η ενέργεια των ακτίνων λέιζερ χρησιμοποιείται αρκετά συχνά τα τελευταία χρόνια για την εξάχνωση των όγκων της ουροδόχου κύστης. Παρόλα αυτά μέχρι σήμερα δεν έχει αποδειχθεί ότι υπερτερούν της κλασικής μεθόδου εκτομής για την εξαίρεση των πρωτοεμφανιζόμενων καρκίνων της ουροδόχου κύστης. 
  • Το λέιζερ καταστρέφει τα καρκινικά κύτταρα και δεν επιτρέπει την σωστή σταδιοποίηση του όγκου καθώς και την εκτίμηση του βαθμού κακοήθειας του όγκου. 
  • Επίσης με τη χρήση των λέιζερ δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σωστή αφαίρεση τμήματος του μυϊκού χιτώνα της ουροδόχου κύστης. 
  • Σήμερα το λέιζερ χρησιμοποιείται σε επιλεγμένους ασθενείς με ιστορικό μικρών όγκων χαμηλού, σταδίου και χαμηλού βαθμού κακοήθειας. 

Βελτιστοποίηση της ενδοκυστικής θεραπείας και ενδοκυστική θεραπεία με την χρήση ειδικών συσκευών 

  • Η ενδοκυστική θεραπεία μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη χρήση ειδικών συσκευών μία από τις οποίες είναι η συσκευή ηλεκτροχημικής χορήγησης του φαρμάκου (EMDA). 
  • Η θεραπεία αυτή γίνεται με έναν ειδικά σχεδιασμένο καθετήρα ο οποίος είναι συνδεδεμένος με ηλεκτρόδιο. 
  • Κατά την EMDA χρησιμοποιείται ηλεκτρικό ρεύμα για να μεταφερθεί αποτελσματικότερα η χημειοθεραπεία εντός του τοιχώματος της ουροδόχου κύστης. 
  • Πιστεύεται ότι με τον τρόπο αυτό θα αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της θεραπείας. 
Η συντηρητική θεραπεία στο ιδιωτικό Ιατρείο
  • Κάθε χρόνο μερικοί ασθενείς είναι κατάλληλοι για συντηρητική παρακολούθηση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης η γίνεται με αφαίρεση μικρών καρκίνων που έχουν υποτροπιάσει σε εξωτερική βάση στο ιδιωτικό ιατρείο. 
  • Οι ασθενείς αυτοί αποφεύγουν τη χειρουργική επέμβαση υπό αναισθησία. 
  • Κατάλληλοι για τη παρακολούθηση και αντιμετώπιση σε εξωτερική βάση είναι οι ασθενείς με ιστορικό καρκίνου της ουροδόχου κύστης χαμηλού σταδίου και χαμηλού βαθμού επιθετικότητας που στη κυστεοσκόπηση παρουσιάζονται με πολύ μικρού μεγέθους υποτροπές του. 
  • Επιπλέον στο ιατρείο μπορούν να πραγματοποιηθούν με ασφάλεια οι ενδοκυστικές εγχύσεις.  
Πως γίνεται η παρακολούθηση των ασθενών με επιφανειακό καρκίνο της ουροδόχου κύστης;
  • Η παρακολούθηση των ασθενών που έχουν υποβληθεί σε διουρηθρική εκτομή όγκου της ουροδόχου κύστης περιλαμβάνει τη πραγματοποίηση κυστεοσκόπησης σε τακτικά χρονικά διαστήματα. 
  • Η πρώτη κυστεοσκόπηση που θα γίνει σε τρείς μήνες από το χειρουργείο είναι πολύ σημαντική. Φαίνεται ότι εάν δεν υπάρχει υποτροπή του όγκου στους τρείς μήνες μετά από το χειρουργείο ο καρκίνος είναι πολύ πιθανό να μην υποτροπιάσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
  • Όπως και σε άλλους καρκίνους έτσι και στον επιφανειακό καρκίνο της ουροδόχου κύστης το πρόγραμμα παρακολούθησης των ασθενών εξαρτάται από το στάδιο και το βαθμό κακοήθειας του όγκου. 
  • Τα περισσότερα προγράμματα παρακολούθησης περιλαμβάνουν το κυστεοσκοπικό έλεγχο κάθε τρείς με τέσσερις μήνες για δύο χρόνια μετά από την αρχική εκτομή του όγκου και από εκεί και πέρα κάθε έξι μήνες για άλλα δύο χρόνια. Κατόπιν ο ασθενής υποβάλλεται σε κυστεοσκόπηση μία φορά το χρόνο. 
  • Η παρακολούθηση των ασθενών μπορεί να περιλαμβάνει την αποστολή κυτταρολογικής εξέτασης των ούρων καθώς και τον έλεγχο καρκινικών δεικτών όπως επίσης και την ακτινολογική απεικόνιση. 
  • Ο ασθενής θα πρέπει να θυμάται ότι το πρόγραμμα παρακολούθησης έχει σαν στόχο να ανακαλύψει γρήγορα και να θεραπεύσει υποτροπές που δυνητικά μπορεί να κοστίσουν τη ζωή στον άρρωστο. Ως εκ τούτου θα πρέπει ο άρρωστος να ακολουθεί το πρωτόκολλο παρά παρακολούθησης του με ευλάβεια.
Ποιές είναι οι προκλήσεις για τους ασθενείς;
  • Το πρωτόκολλο παρακολούθησης περιλαμβάνει αρκετές επισκέψεις του ασθενούς στον Ουρολόγο
  • Ιδιαίτερα όταν πραγματοποιούνται ενδοκυστικές εγχύσεις η ανάγκη για επαναλαμβανόμενες επισκέψεις ταλαιπωρούν τους ασθενείς, ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους 
  • Επίσης μόνο το 20-30% των ασθενών που βρίσκονται σε θεραπεία συντήρησης κατορθώνουν να ολοκληρώσουν το τριετές πρόγραμμα 
  • Οι επιπλοκές από τις ενδοκυστικές εγχύσεις μπορεί να είναι επίπονες αλλά σπάνια θανατηφόρες 

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ...

Συχνές Ερωτήσεις
Read More
Επείγουσες καταστάσεις στη Ουρολογία
Read More
Ευκαμπτη Ουρητηρολιθοτριψία λέιζερ
Read More
Στόχος του συγκεκριμένου διαδικτυακού τόπου είναι η αντικειμενική ενημέρωση των ασθενών και των συγγενών τους για τις παθήσεις του ουροποιογεννητικού συστήματος του ανθρώπου, αντικείμενο ενασχόλησης της ιατρικής ειδικότητας της Ουρολογίας.

ΚΛΕΙΣΤΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ
linkedin facebook pinterest youtube rss twitter instagram facebook-blank rss-blank linkedin-blank pinterest youtube twitter instagram