2106995657
Λεωφόρος Κηφισίας 23, Μενεμένη 115 23

Μυο διηθητικός καρκίνος της ουροδόχου κύστεως

Καρκίνος της ουροδόχου κύστης | Ανδρέας Σκολαρίκος - Ουρολόγος Αθήνα
2106995657
Λεωφόρος Κηφισίας 23, Μενεμένη 115 23
ΚΛΕΙΣΤΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ
Μυοδιηθητικός καρκίνος της ουροδόχου κύστης
  • Το 80% των καρκίνων της ουροδόχου κύστης είναι επιφανειακοί γεγονός που σημαίνει ότι ο καρκίνος περιορίζεται στις επιφανειακές στιβάδες του τοιχώματος της ουροδόχου κύστεως και δεν έχει προσβάλει τον μυϊκό χιτώνα αυτής. Παρά ταύτα το 20% των καρκίνων της ουροδόχου κύστης είναι μυοδιηθητικοί από την αρχή ή μπορούν να εμφανίσουν με την πάροδο του χρόνου πρόοδο της νόσου εντός του μυϊκού χιτώνα. 
  • Οι μυοδιηθητικοί καρκίνοι της ουροδόχου κύστεως η θεωρούνται υψηλού κινδύνου καθώς μπορούν να αναπτύξουν μεταστάσεις και να γίνουν θανατηφόροι. Χρειάζονται θεραπεία επιπλέον της αρχικής διουρηθρικής εκτομής η οποία περιλαμβάνει προεγχειρητική χημειοθεραπεία και ριζική κυστεκτομή, δηλαδή την αφαίρεση όλης της κύστης.  
  • Παρόλη την επιθετική θεραπεία που έχουμε στα χέρια μας σήμερα κάτι περισσότερο από τους μισούς ασθενείς επιβιώνουν για περισσότερο από πέντε χρόνια όταν προσβληθούν με μυοδιηθητικό καρκίνο της ουροδόχου κύστης. 
  • Ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστεί ο μυοδιηθητικός καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι η ριζική κυστεκτομή δηλαδή η αφαίρεση ολόκληρης της ουροδόχου κύστης μαζί με περιβάλλοντες ιστούς όπως οι λεμφαδένες, ο προστάτης, ή το πρόσθιο τοίχωμα του κόλπου. 
  • Μετά την αφαίρεση της ουροδόχου κύστης ακολουθεί η εκτροπή των ούρων δηλαδή η κατασκευή από τον χειρουργό ενός αγωγού ή μιας καινούργιας κύστης από τους οποίους θα αποβάλλονται τα ούρα. 
  • Ο στόχος της επιθετικής αντιμετώπισης του μυοδιηθητικού καρκίνου της κύστης είναι κυρίως να θεραπεύσει τον άρρωστο.
  • Παρόλα αυτά όταν δεν είναι εφικτή η πλήρης ίαση του αρρώστου η ριζική κυστεκτομή μπορεί να ανακουφίσει τον ασθενή από τα προβλήματα που προκαλει τοπικά ο καρκίνος. 
Ανατομία του ουροποιητικού συστήματος.
  • Το ουροποιητικό σύστημα αποτελείται από τα δύο νεφρά, τους δύο ουρητήρες, την ουροδόχου κύστη και την ουρήθρα. 
  • Η κύρια λειτουργία των νεφρών είναι ο καθαρισμός του αίματος από βλαβερές ουσίες και τοξίνες τα οποία αφού παραχθούν στα νεφρά οδεύουν μέσω των ουρητήρων στην ουροδόχο κύστη. 
  • Η λειτουργία της ουροδόχου κύστης είναι η αποθήκευση των ούρων μέχρι να έρθει η στιγμή να αποβληθούν με την ούρηση. Η ουροδόχος κύστη και ουρητήρες μαζί με το αποχετευτικό σύστημα των νεφρών, που καλείται πυελοκαλυκικό σύστημα, επενδύονται με επιθήλιο από ειδικό είδος κυττάρων που ονομάζονται ουροθήλιο (επιθήλιο από μεταβατικά κύτταρα) τα οποίο και προστατεύει από τις βλαβερές τοξίνες που υπάρχουν μέσα στα ούρα. 
  • Τα κύτταρα αυτά περιβάλλονται από μυ ο οποίος με τη σύσπαση του βοηθάει στην κάθοδο των ούρων από τα νεφρά και στην εξαγωγή των ούρων από την ουρήθρα.  Αυτός είναι και ο μυς ο οποίος μπορεί να προσβληθεί από καρκινικά κύτταρα.
  • Το ουροποιητικό σύστημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το σύστημα αναπαραγωγής στους άνδρες το οποίο περιλαμβάνει το προστάτη, τις σπερματοδόχους κύστεις και τους σπερματικούς πόρους (σωλήνες μέσω των οποίων το σπέρμα μεταφέρεται από τους όρχεις έως την ουρήθρα). 
  • Αντίστοιχα, στις γυναίκες το γεννητικό σύστημα περιλαμβάνει το κόλπο, τη μήτρα, τους ωαγωγούς και τις ωοθήκες. 
  • Καθώς τα ούρα αποθηκεύονται στην ουροδόχο κύστη και έρχονται σε επαφή με το βλεννογόνο της για μεγάλο χρονικό διάστημα, η ουροδόχος κύστη προσβάλλεται συχνότερα από καρκίνο του ουροθηλίου σε σύγκριση με το υπόλλοιπο ουροποιητικό σύστημα. 
  • Ουροθηλιακός καρκίνος από μεταβατικά κύτταρα μπορεί να συμβεί στο επιθήλιο των ουρητήρων και του πυελοκαλυκικού συστήματος και να μεταφερθεί εντός της ουροδόχου κύστης αν και αυτός ο μηχανισμός είναι πιο σπάνιο να επισυμβεί.
  • Όλα τα όργανα του ουροποιητικού συστήματος τροφοδοτούνται με αίμα που φτάνει σε αυτά μέσω των αρτηριών και επιστρέφει στη συστηματική κυκλοφορία μέσω των φλεβών. 
  • Οτιδήποτε διαφεύγει μεταξύ των αρτηριών και των φλεβών κατά την ανταλλαγή των θρεπτικών συστατικών σε μικρά τροφοφόρα αγγεία, τα οποία ονομάζονται τριχοειδή, καλείται λέμφος. Η λέμφος συλλέγεται από ειδικά αγγεία, τα λεμφαγγεία, τα οποία αρδεύονται από τους λεμφαδένες. 
  • Οι λεμφαδένες φιλοξενούν το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου το οποίο μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση λοιμώξεων. 
  • Κακοήθη κύτταρα δηλαδή κύτταρα καρκινικά εισέρχονται στη συστηματική κυκλοφορία (δημιουργούν δηλαδη μεταστάσεις) μέσω των λεμφαγγείων και μπορούν να διηθήσουν τους λεμφαδένες. Η διήθηση των λεμφαδένων συνήθως αυξάνει το μέγεθος τους και γίνεται αντιληπτή με τις ακτινολογικές εξετάσεις. 
Παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη μυοδιηθητικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης
  • Ο κίνδυνος ανάπτυξης διηθητικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης αυξάνει εάν ο ασθενής έχει εκτεθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα σε καρκινογόνες ουσίες. Τέτοιου είδους ασθενείς είναι οι καπνιστές, οι εργάτες στη χημική βιομηχανία ή στη βιομηχανία πετρελαίου και οι χειριστές χρωμάτων. Ο πιο συχνός παράγοντας κινδύνου είναι το κάπνισμα. 
  • Εάν συνεχίζει ο ασθενής να καπνίζει αφότου διαγνωστεί με καρκίνο της ουροδόχου κύστης και μάλιστα επιφανειακού τύπου, τότε αυξάνει τη πιθανότητα υποτροπής του καρκίνου αλλά και προόδου της νόσου δηλαδή να εξελιχθεί ο καρκίνος του σε διηθητικό του μυός καρκίνο.
  • Όταν ο ασθενής έχει υποβληθεί στο παρελθόν σε ακτινοβολία του πυελικού εδάφους ή έχει λάβει χημειοθεραπεία αυξάνει ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου της κύστης.
  • Εάν ο ασθενής υποφέρει από χρόνιες λοιμώξεις της ουροδόχου κύστης αυξάνει επίσης η πιθανότητα να προσβληθεί από καρκίνο της κύστης. 
  • Ομοίως εάν η κύστη του ασθενούς δεν δουλεύει κανονικά και δεν μπορεί να την αδειάσει εντελώς για οποιοδήποτε λόγο 
  • Εάν ο ασθενής πάσχει από επιφανειακού τύπου καρκίνο της ουροδόχου κύστης τότε ο καρκίνος αυτός μπορεί να επιστρέψει και να διηθήσει το μυικό χιτώνα της κύστης. 
  • Είναι σημαντικό να ακολουθεί ο ασθενής τις οδηγίες του γιατρού του και να παρακολουθείται στενά. Στις επισκέψεις του στο ιατρό ο ασθενής μπορεί να υποβάλλεται σε κυστεοσκόπηση (επισκόπηση του εσωτερικού της ουροδόχου κύστεως μέσω μιας κάμερας) ή να υποβάλλεται σε ενδοκυστικές θεραπείες (έγχυση χημειοθεραπευτικού ή ανοσοθεραπευτικού σκευάσματος εντός της ουροδόχου κύστης).
  • Ορισμένες ομάδες μη μυοδιηθιτικού καρκίνου της κύστης θεωρούνται υψηλού κινδύνου για εμφάνιση υποτροπής ή πρόοδο της νόσου. 
  • Αυτές οι ομάδες περιλαμβάνουν το καρκίνο που έχει διηθήσει την υποβλεννογόνια μυική στιβάδα του τοιχώματος της κύστης αλλά και το το καρκίνωμα in situ (CIS), που αποτελεί μια επίπεδη (μη εξωφυτική) μορφή κακρίνου ο οποίος αναπτύσσεται κάτω από το βλεννογόνο του τοιχώματος της κύστης και θεωρείται υψηλού κινδύνου γιατί αφορά όλη την επιφάνεια του εσωτερικού της κύστης και είναι εξ΄ορισμού υψηλού βαθμού κακκοήθειας. Σε αυτές τις περιπτώσεις ίσως υπάρχει πρώιμη ένδειξη σε ορισμένους ασθενείς να αφαιρεθεί ολόκληρη η ουροδόχος κύστη, δηλαδή ο ασθενής να υποβληθεί σε ριζική κυστεκτομή.
Ποια είναι η φυσική ιστορία του μυοδιηθητικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης;
  • Εάν ο καρκίνος αυτός αφεθεί χωρίς θεραπεία τότε μπορεί να επεκταθεί εντός της ουροδόχου κύστης, να μειώσει την χωρητικότητα της ουροδόχου κύστης οδηγώντας σε καταστροφή της λειτουργίας της καθώς και σε απόφραξη του κυστικού τριγώνου ή της ουρήθρας. Η απόφραξη αυτή μπορεί να οδηγήσει σε χρονία νεφρική ανεπάρκεια. 
  • Περαιτέρω επέκταση του όγκου μπορεί να αφορά το αναπαραγωγικό σύστημα και το έντερο καθώς επίσης και τη συστηματική αιματική ή λεμφική κυκλοφορία. 
  • Η διασπορά μέσω της αιματικής ή λεμφικής κυκλοφορίας είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη μεταστάσεων σε απομακρυσμένα σημεία του σώματος του ασθενούς. 
  • Εάν στο μυοδιηθητικό στάδιο της νόσου δεν λάβουν για οποιοδήποτε λόγο θεραπεία οι ασθενείς, οι περισσότεροι θα πεθάνουν από τον καρκίνο αυτό μέσα σε δύο ή τρία χρόνια από την αρχική διάγνωση. 
  • Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε οτι ο θάνατος δεν επέρχεται άμεσα αλλά σταδιακά και ταλαιπωρεί τον ασθενή επί μακρόν.
  • Ακόμα και με τις πιο επιθετικές μορφές θεραπείας που έχουμε σήμερα στα χέρια μας στην καλύτερη των περιπτώσεων η πενταετής επιβίωση των ασθενών με μυοδιηθητικό καρκίνο κατά τη στιγμή της διάγνωσης είναι 50-60%. Αυτό σημαίνει ότι ένας στους δύο οι δύο στους τρείς ασθενείς θα σωθούν από τη νόσο αυτή. 
  • Συμπερασματικά είναι πολύ σημαντικό να γίνει διάγνωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστεως σε πρώιμο στάδιο.
Πως μπορεί να γνωρίζει ο ασθενής πόσο άσχημα είναι ο καρκίνος που έχει;
  • Όπως και σε όλους τους καρκίνους έτσι και με τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης η σταδιοποίηση της νόσου είναι αυτή που θα μας καθορίσει το βαθμό επιθετικότητας και σοβαρότητας της νόσου. 
  • Το διεθνές σύστημα ταξινόμησης και σταδιοποίησης του καρκίνου της κύστης είναι το σύστημα ταξινόμησης TNM (tumor, nodes, metastases) που βασίζεται στο τοπικό στάδιο του όγκου, την ύπαρξη ή όχι διασποράς στούς λεμφαδένες και την ύπαρξη ή όχι μετάστασης. 
  • Τ: σημαίνει όγκος και περιγράφει το μεγέθος του όγκου και εάν έχει επεκταθεί σε γειτονικούς ιστούς ή όχι 
  • N: σημαίνει λεμφαδένες και περιγράφει εάν ο όγκος έχει διηθήσει ή όχι τους λεμφαδένες 
  • M: σημαίνει μετάσταση και περιγράφει εάν ο όγκος έχει διασπαρεί σε ένα ή περισσότερα σημεία ολόκληρου του σώματος.

Ταξινόμηση για τη διήθηση των λεμφαδένων 

  • N0: δεν υπάρχουν διηθημένοι περιοχικοί λεμφαδένες 
  • N1: ο καρκίνος έχει επεκταθεί σε ένα μόνο λεμφαδένα στην πύελο 
  • N2: σημαίνει εκτεταμένη συμμετοχή και ο καρκίνος έχει επεκταθεί σε δύο ή περισσότερους λεμφαδένες στην πύελο 
  • Nx: σημαίνει ότι δεν γνωρίζουμε για κάποιον λόγο τη κατάσταση των λεμφαδένων 

Ίδια ταξινόμηση εφαρμόζεται και για τις μεταστάσεις 

Σε τι είδους διαγνωστικές εξετάσεις πρέπει να υποβληθεί ο άρρωστος για να δούμε αν έχει επεκταθεί ο καρκίνος;
  • Εκτός από την κλινικλή εξέταση οι σθενείς θα πρέπει να υποβάλλονται σε αξονική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας ή οπισθοπεριτοναϊκού χώρου (που να σημειώσουμε είναι και πρέπει να είναι το ίδιο) και σε αξονική τομογραφία θώρακα.
  • Πρόσφατα έχει αναπτυχθεί ένα σύστημα απεικονιστικού ελέγχου το οποίο βασίζεται στο πως τα καρκινικά κύτταρα χρησιμοποιούν τη γλυκόζη του αίματος. Η συσκευή αυτή ονομάζεται τομογράφος εκπομπής ποζιτρονίων (PET scan), είναι ανάλογη του αξονικού τομογράφου και χρησιμοποιείται για να δούμε αν υπάρχουν μεταστατικές εστίες ή όχι.
  • Εάν ο ουρολόγος που παρακολουθεί τον ασθενή υποπτεύεται ότι υπάρχει καρκίνος στον ουρητήρα ή στο αποχετευτικό σύστημα του νεφρού τότε μπορεί να πραγματοποιήσει μία ανιούσα πυελογραφία δηλαδή να χορηγήσει σκιαγραφικό μέσα στούς ουρητήρες κατά τη διάρκεια κυστεοσκόπησης ή να πραγματοποιήσει μία ουρητηροσκόπηση δηλαδή να τοποθετήσει ένα εργαλείο με κάμερα που ελέγχει το εσωτερικό του ουρητήρα και του πυελοκαλυκικού συστήματος. 
Θεραπεία του μυοδιηθητικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης

Σημαντικά σημεία που πρέπει να γνωρίζουν οι ασθενείς 

  • Η καλύτερη θεραπεία για τον μυοδιηθητικό καρκίνο της κύστης είναι η αφαίρεση ολόκληρης της κύστης (ριζική κυστεκτομή) καθώς και των περιβάλλοντων δομών (λεμφαδένες, προστάτης, πρόσθιο τοίχωμα του κόλπου) και η εκτροπή των ούρων με την κατασκευή ειδικών αποχετευτικών αγωγών. 
  • Η θεραπεία εξαρτάται από το στάδιο του καρκίνου, την ηλικία του ασθενούς και τη γενική κατάσταση της υγείας του. 
  • Μερικές φορές ο ουρολόγος μπορεί να μην προτείνει την ανωτέρω θεραπεία ειδικά σε αρρώστους που μπορεί να πεθάνουν από άλλη αιτία ή που η γενική κατάσταση της υγείας τους δεν επιτρέπει να υποβληθούν σε μεγάλο χειρουργείο. 
  • Εάν ο ασθενής είναι γενικά υγιής και ο καρκίνος είναι εντοπισμένος εντός της ουροδόχου κύστης τότε η θεραπεία οδηγεί σε μαγάλο βαθμό σε ίαση. 
  • Εάν ο καρκίνος δεν είναι θεραπεύσιμος τότε ο ασθενής μπορεί να υποβληθεί σε χημειοθεραπεία, ακτινοβολία  και εκ νέου διουρηθρική εκτομή του όγκου. Ο συνδυασμός αυτός έχει σαν στόχο να επιμηκύνει τη ζωή των ασθενών, να τους ανακουφίσει από τα συμπτώματά τους και να αποτρέψει μελλοντικά επεισόδια αιματουρίας που θα ταλαιπωρήσει τους ασθενείς. 
Χειρουργείο: Διουρηθρική εκτομή όγκου ουροδόχου κύστης
  • Η διουρηθρική εκτομή του όγκου της ουροδόχου κύστης περιλαμβάνει την αφαίρεση του όγκου από το εσωτερικό του αυλού της κύστης.  
  • Οι θηλωματώδεις όγκοι αφαιρούνται είτε κατά τμμήματα είτε, κατά μια καινούργια τεχνική, εξ’ όλοκλήρου από τη βάση τους. 
  • Η εκτομή του όγκου πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο πλήρης. Θα πρέπει στο ιστολογικό παρασκεύασμα να περιλαμβάνεται και τμήμα του μυϊκού χιτώνα της κύστης. 
  • Εάν ο ασθενής δεν είναι καλός υποψήφιος για ριζική θεραπεία ο συνδυασμός μιας «βαθιάς» και εκτεταμένης διουρηθρικής εξαίρεσης του όγκου μαζί με επακόλουθη ακτινοβολία και χημειοθεραπεία μπορεί να επιμηκύνει τη ζωή του αρρώστου και να ελέγξει τα συμπτώματα της νόσου.  
  • Η μικροσκοπική εξέταση του υλικού από τον Παθολογοανατόμο είναι σήμερα ο καλύτερος τρόπος σταδιοποίησης του καρκίνου της ουροδόχου κύστης. Η σταδιοποίηση του όγκου είναι σημαντική γιατί μας δίνει τις πληροφορίες για την πρόγνωση του αρρώστου, για το είδος της θεραπείας που είναι κατάλληλο για αυτόν, καθώς και για το τρόπο που θα πρέπει να παρακολουθείται στο μέλλον. 
Χειρουργείο: Μερική κυστεκτομή
  • Κατά την μερική κυστεκτομή δεν αφαιρείται ολόκληρη η ουροδόχος κύστη αλλά μόνο ένα τμήμα αυτής. 
  • Η μερική κυστεκτομή ενδείκνυται σε αρρώστους που εμφανίζουν μικρού μεγέθους όγκους, οι οποίοι εντοπίζονται μακρυά από τη περιοχή του κυστικού τριγώνου, δηλαδή τη βάση της ουροδόχου κύστης, το σημείο εκείνο όπου οι ουρητήρες εισέρχονται στην ουροδόχο κύστη και η ουρήθρα εξέρχεται από την ουροδόχο κύστη. 
Χειρουργείο: Ριζική κυστεκτομή
  • Κατά την ριζική κυστεκτομή αφαιρείται ολόκληρη η ουροδόχος κύστη και τα γειτονικά όργανα. 
  • Στους άνδρες αυτό σημαίνει ότι αφαιρείται ο προστάτης, οι σπερματοδόχες κύστεις, οι σπερματικοί πόροι, τα άπω τμήματα των ουρητήρων, δηλαδή τα τμήματα των ουρητήρων που βρίσκονται πλησίον της ουροδόχου κύστης, το περικυστικό λίπος, οι λεμφαδένες και μερικές φορές η ουρήθρα 
  • Στις γυναίκες αυτό σημαίνει την αφαίρεση της μήτρας, των σαλπίγγων, των ωοθηκών, του προσθίου τοιχώματος του κόλπου, του περικυστικού λίπους, των λεμφαδένων και της ουρήθρας. Η τελευταία αφαιρείται μόνο στη περίπτωση που έχει προαποφασιστεί να μη διμιουργηθεί ορθότοπη νεοκύστη. 
  • Μετά τη ριζική κυστεκτομή ακολουθεί η εκτροπή των ούρων, δηλαδή ο σχηματισμός ενός αγωγού ή μιας καινούργιας κύστης για τη συλλογή και αποβολή των ούρων. 
  • Στους άνδρες η ριζική κυστεκτομή έχει συχνά σαν ανεπιθύμητη ενέργεια την καταστροφή των νεύρων που ελέγχουν την στύση και αυτό σημαίνει ότι ο ασθενής μετά το χειρουργείο θα εμφανίσει στυτική δυσλειτουργία. Σε μερικές περιπτώσεις επιλεγμένων ασθενών ο χειρουργός είναι ικανός να προστατεύσει τα νεύρα της στύσης. Παράλληλα με τη διαταραχή στη στύση οι άνδρες που υποβάλλονται σε ριζική κυστεκτομή καθίστανται υπογόνιμοι. Ο άνδρας δεν παράγει πλέον σπερματικό υγρό (σπέρμα) σαν επακόλουθο της αφαίρεσης του προστάτη, των σπερματοδόχων κύστεων και των σπερματικών πόρων. 
  • Τα όργανα αυτά αφαιρούνται γιατί ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης μπορεί να επεκτείνεται σε αυτά, γεγονός που δεν είναι εύκολο να το γνωρίζει ο χειρουργός πριν από το χειρουργείο. Παράλληλα στις ηλικιακές ομάδες τις οποίες χειρουργούμε για καρκίνο της ουροδόχου κύστης ο επιπολασμός του καρκίνου του προστάτη θεωρείται υψηλός. 
  • Η απουσία των στύσεων μπορεί να θεραπευτεί με φάρμακα τα οποία ενίονται εντός του πέους ή με συσκευές όπως για παράδειγμα η τοποθέτηση πεϊκής πρόθεσης ή οι αντλίες κενού ή τα αποφρακτικά δακτυλίδια του πέους. Οι θεραπείες αυτές είναι πολύ αποτελεσματικές με αποτέλεσμα οι ασθενείς μετά τη ριζική κυστεκτομή να διατηρούν στύση σε μεγάλο ποσοστό. Ο ασθενής παρόλη την επέμβαση δεν χάνει την αίσθηση στο πεός του και νιώθει οργασμό. Παρόλα αυτα δεν θα εμφανίζει εκσπερμάτιση. 
  • Σε προσεκτικά επιλεγμένους ασθενείς μπορεί κατά τη διάρκεια της ριζικής κυστεκτομής να μην αφαιρεθεί ο προστάτης αδένας, ιδιαίτερα σε εκείνους που είναι υποψήφιοι για σχηματισμό ορθότοπης νεοκύστης. 
  • Στις γυναίκες η ριζική κυστεκτομή μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή των νεύρων που επηρεάζουν την κλειτορίδα και τον κόλπο. Αυτό σημαίνει ότι η σεξουλική ευχαρίστηση επηρεάζεται και στις γυναίκες. 
  • Οι γυναίκες μετά από ριζική κυστεκτομή δε μπορούν να κάνουν παιδιά αν και ηπλειοψηφία των γυναικών που υποβάλλονται σε ριζική κυστεκτομή έχουν περάσει την ηλικία αναπαραγωγής.
Χειρουργείο: Λεμφαδενεκτομή
  • Ο όρος λεμφαδενεκτομή αναφέρεται στην αφαίρεση των λεμφαδένων κατά τη διάρκεια της ριζικής κυστεκτομής. 
  • Η λεμφαδενεκτομή αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της ριζικής κυστεκτομής για τον μυοδιηθητικό καρκίνο της ουροδόχου κύστης. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η έκταση της λεμφαδενεκτομής και ο αριθμός των λεμφαδένων που αφαιρεί ο χειρουργός επηρεάζουν την επιβίωση του αρρώστου. 
  • Η εκτεταμένη λεμφαδενεκτομή οδηγεί σε ίαση το 30% των αρρώστων που έχουν διηθημένους λεμφαδένες κατά τη στιγμή της διάγνωσης του καρκίνου. Κατά συνέπεια, η λεμφαδενεκτομή είναι απαραίτητη για διαγνωστικούς, θεραπευτικούς και προγνωστικούς λόγους. Τέλος μπορεί να καθορίσει και την ανάγκη για επιπλέον θεραπεία μετά τη κυστεκτομή. 
  • Οι κίνδυνοι της αφαίρεσης των λεμφαδένων περιλαμβάνουν την κάκωση μεγάλων αγγείων, το οίδημα (πρήξιμο) των ποδιών, το οποίο συνήθως ιάται, καθώς και την ανάπτυξη της λεμφοκήλης δηλαδή της εκγυστωμένης συλλογής λέμφου εντός του οργανισμού. 
Εκτροπή των ούρων μετά από ριζική κυστεκτομή
  • Η εκτορπή των ούρων μπορεί να είναι εγκρατής δηλαδή τα ούρα να μαζεύονται εντός του σώματος και να αδειάζονται εκ των υστέρων ή μη εγκρατής δηλαδή να εξέρχονται αυτόματα και χωρίς έλεγχο εκτός του σώματος. 
  • Η εκτροπή των ούρων πραγματοποιείται με τη χρήση του εντέρου του ίδιου του ασθενούς αν και γίνονται προσπάθειες να δημιουργηθεί νέα κύστη στο εργαστήριο από βλαστοκύτταρα. Οι προσπάθεις αυτές δεν έχουν περάσει ακόμη στη κλινική πράξη. 
  • Η μορφή της εκτροπής των ούρων εξαρτάται από την προτίμηση του ασθενούς, από την έκταση της νόσου, από το πόσο καλά λειτουργούν οι νεφροί και το έντερο του αρρώστου, και αν ο τελευταίος εμφανίζει ή όχι άλλα συνοδά προβλήματα της υγείας του.
  • Το έντερο δεν έχει τις ιδιες φυσικές ιδιότητες με την ουροδόχου κύστη και όταν το παρεμβάλουμε στο ουροποιητικό σύστημα επαναρροφεί βλαπτικά προϊόντα που φυσιολογικά αποβάλλονται φυσικά από τα ούρα. 
  • Διαφορετικά τμήματα του εντέορυ απορροφούν αυτά τα προϊόντα με διαφορετικό τρόπο και κατά συνέπεια οδηγούν σε διαφορετικού τύπου διαταραχές του οργανισμού. 
  • Εάν χρησιμοποιηθεί τμήμα λεπτού εντέρου που βρίσκεται κοντά στο στομάχι και ονομάζεται νήστιδα, τότε ο ασθενής χάνει από τον οργανισμό του περισσότερο νερό και αλάτι γεγονός που οδηγεί στην ανάπτυξη μεταβολικής οξέωσης, που σημαίνει δηλαδή ότι το σώμα μας γίνεται οξεωτικό. 
  • Εάν χρησιμοποιηθεί τελικό τμήμα λεπτού εντέρου που ονομάζεται ειλεός καθώς και τμήμα του παχέος εντέρου που ονομάζεται κόλον ο οργανισμός απορροφά περισσότερο νερό και αμμωνία και μεταβολικά αναπύσει αλκάλωση. 
  • Εάν το τμήμα του εντέρου είναι μεγάλο σε μήκος, όπως γίνεται όταν κατασκευάζεται νεοκύστη από λεπτό έντερο ή παχύ και λεπτό έντερο μαζί, μπορεί να παρουσιαστεί δυσαπορρόφηση θρεπτικών ουσιών και βιταμινών καθώς και διάρροια. Διάρροια μπορεί να εμφανιστεί και όταν χρησιμοποιηθεί κατ΄εξοχήν το παχύ έντερο.  
Μη εγκρατής εκτροπή των ούρων
  • Η πιο συχνή μορφή μη εγκρατούς εκτροπής των ούρων είναι ο σχηματισμός αγωγού από τελικό ειλεό. Στη μορφή αυτή εκτροπής των ούρων χρησιμοποιούνται από δέκα έως είκοσι εκατοστά από το τελικό τμήμα του ειλεού δηλαδή το τελικό τμήμα του λεπτού εντέρου πριν αυτό εισέρθει στο παχύ έντερο. 
  • Παρόλα αυτά για το σχηματισμό του αγωγού μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε τμήμα του λεπτού ή του παχέως εντέρου αν και θεωρείται σκόπιμο να μη λαμβάνεται τμήμα απο τη νήστιδα. 
  • Η μη εγκρατής εκτροπή των ούρων είναι τεχνικά λιγότερο απαιτητική και εμφανίζει μικρότερο ποσοστό πρώιμων και καθυστερημένων επιπλοκών όπως επίσης και μικρότερο ποσοστό μεταβολικών προβλημάτων. 
  • Μετά τη λήψη του τμήματος του εντέρου αποκαθίσταται η συνέχεια αυτού, εμφυτεύονται οι ουρητήρες στον απομονωμένο αγωγό, για την αποκατάσταση της συνέχειας του ουροποιητικού συστήματος, και ο αγωγός εκστομώνεται στο δέρμα της κοιλιακής χώρας του ασθενούς. 
  • Σχηματίζεται με αυτό το τρόπο μια θηλή από βλεννογόνο εντέρου καθηλωμένη στο δέρμα. Στη θηλή αυτή αφαρμόζεται ένας σάκος ουροστομίας στον οποίο συλλάγονται τα ούρα. Ο σάκος κολλάει στο δέρμα με ειδικές κόλλες, στερεοποιείται περαιτέρω με ζώνη κοιλίας, αδειάζει μέσω μιας βαλβίδας που υπάρχει στο κατωφερέστερο σημείο του και αλλάζεται κάθε τρεις ημέρες ή ανάλογα με τις ανάγκες κάθε ασθενή. 
  • Κάθε εταιρεία πώλησης των ειδικών αυτών σάκων διαθέτει εξειδικευμένο νοσηλευτικό προσωπικό το οποίο σε συνεργασία με τον ιατρό είναι διαθέσιμη να καθοδηγήσει τον ασθενή οποτεδήποτε υπάρχει ανάγκη. 
  • Οι πιο συχνές πρώιμες και απώτερες επιπλοκές της εκτροπής των ούρων είναι η απόφραξη του εντέρου και η απόφραξη ή στένωση των ουρητήρων στο σημείο που αναστομόθηκαν με τον αγωγό του εντέρου.  
Εγκρατής εκτροπή των ούρων
  • Η εγκρατής εκτροπή των ούρων αφορά το σχηματισμό καινούργιας κύστης η οποία ονομάζεται νεοκύστη. 
  • Η αρχική μορφή εκτροπής των ούρων αφορούσε τη τοποθέτηση των ουρητήρων εντός του σιγμοειδούς εντέρου δηλαδή του τελικού τμήματος του παχέος εντέρου. Η εκτορπή αυτή ήταν μεν εγκρατής, καθώς τα ούρα αποβάλλονταν με τις κενώσεις του ασθενούς, αλλά σχετιζόταν με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του εντέρου και έχει σήμερα εγκαταληφθεί. 
  • Σήμερα η νεοκύστη δημιουργείται από τμήμα τελικού ειλεού ή από παχύ έντερο ή από συνδυασμό των δύο. Το έντερο διανοίγεται και επανασυρράπτεται ουτώς ώστε να πάρει ένα σφαιρικό σχήμα για να διατηρεί στο μέλλον χαμηλή ενδοαυλική πίεση, η οποία είναι απαραίτητη για τη διατήρηση φυσιολογικής νεφρικής λειτουργίας.
  • Η νεοκύστη μπορεί να είναι ορθότοπη ή ετερότοπη. 
  • Η ορθότοπη νεοκύστη τοποθετείται στη θέση της φυσικής κύστης έχοντας πρώτα διατηρήσει τον φυσικό σφικτήρα της ουρήθρας ο οποίος θα εξασφαλίσει την εγκράτεια των ούρων. 
  • Η ετερότοπη νεοκύστη εκστομώνεται στο κοιλιακό τοίχωμα (πλάγιο κοιλιακό τοίχωμα ή ομφαλός) και διατηρεί την εγκράτεια της με την κατασκευή μιας ειδικής βαλβίδας από το ίδιο το τοίχωμα του εντέρου. Η βαλβίδα αυτή είναι μιας κατεύθυνσης, δηλαδή επιτρέπει την είσοδο εντός της νεοκύστης αλλά εμποδίζει την απώλεια ούρων από αυτή. 
  • Το άδειασμα της ορθότοπης νεοκύστης δεν γίνεται όπως το άδειασμα της φυσιολογικής κύστης. Ο ασθενής θα πρέπει να μάθει να αδειάζει τη νεοκύστη του σε τακτά χρονικά διαστήματα (ημέρα και νύκτα). Η κένωση της ορθότοπης νεοκύστης επιτυγχάνεται πιέζοντας ο άρρωστος το κατώτερο κοιλιακό τοίχωμα είτε σφίγγοντας τους κοιλιακούς του μύες είτε, πιέζοντας χειροκίνητα το τοίχωμα με τα χέρια του. Με τους μηχανισμούς αυτούς πιέζεται ταυτόχρονα και ο σφικτήρας της ουρήθρας ο οποίος εμποδίζει την κένωση. Έτσι ο ασθενής θα πρέπει παράλληλα να μάθει να χαλαρώνει και το πυελικό του έδαφος (όπου βρίσκεται και ο σφικτήρας). 
  • Ο ασθενής με ορθότοπη εγκρατή νεοκύστη μπορεί να χρειαστεί να αδειάζει την νεοκύστη του με τη χρήση ειδικών αυτολιπαινόμενων καθετήρων από την αρχή ή μετά τη παρέλευση ετών καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που η νεοκύστη δεν αδειάζει κανονικά με τις προηγούμενες μεθόδους. Οι αυτοκαθετηριασμοί μπορεί να χρειαστεί να γίνονται 4-6 φορές την ημέρα. Περίπου 5-10% των ασθενών με ορθότοπη εγκρατή νεοκύστη θα χρειαστούν αυτοκαθετηριασμούς. 
  • Η κένωση της ετερότοπης νεοκύστης πραγματοποιείται από την αρχή με τη χρήση ειδικών αυτολιπαινόμενων καθετήρων που ο ίδιος ο ασθενής τοποθετεί δια της βαλβίδας εντός της νεοκύστης. Με αυτό το τρόπο (αυτοκαθετηριασμός) αδειάζει τα ούρα του με μια διαδικασία η οποία θα λαμβάνει χώρα 4-6 φορές την ημέρα. 
  • Ο αυτοκαθετηριασμός των νεοκύστεων σε τακτό χρονικό διάστημα έχει σαν επιπλέον στόχο το ξέπλυμα της νεοκύστης από τις βλέννες που παράγει ο βλεννογόνος του εντέρου. Η παραγωγή βλέννας είναι φυσιολογική δραστηριότητα του εντέρου και διατηρείται για αρκετά χρόνια μετά το σχηματισμό της νεοκύστης. Σταδιακά ο βλεννογόνος του εντέρου ο οποίος έρχεται σε επαφή με τα ούρα αλλάζει και χάνει τη δυνατότητα του για παραγωγή βλέννας. 
  • Επιπρόσθετα η τακτική και σωστή κένωση της νεοκύστης είναι σημαντική για την διατήρηση της νεφρικής λειτουργίας. Η νεφρική λειτουργία επιβαρύνεται εξ’ ορισμού μετά το σχηματισμό νεοκύστης καθώς η μεγάλη επιφάνεια του εντέρου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή της (60-90 εκατοστά), απορροφά μεγάλο μέρος από τις βλαβερές ουσίες που αποβάλλονται αρχικά από τα ούρα και οι νεφροί πρέπει να το φιλτράρουν εκ νέου και να το αποβάλλουν ξανά στα ούρα.
  • Οι ασθενείς με ορθότοπη νεοκύστη έχουν συνήθως εξαιρετική εγκράτεια κατά τη διάρκεια της ημέρας ενώ υπάρχει ενδεχόμενο να εμφανίζουν ακράτεια των ούρων κατά τη νύκτα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το έντερο, το οποίο χρησιμοποιείται για το σχηματισμό της νεοκύστης, διατηρεί τον τόνο των λείων μυϊκών ινών του τοιχωματός του. Κατά τη διάρκεια της νύκτας η πίεση εντός της κύστης από τον τόνο αυτό ξεπερνάει τις αντιστάσεις από το σφικτήτρα της ουρήθρας και οδηγεί σε απώλεια ούρων. Ο ασθενής θα πρέπει να είναι τυπικός στη κένωση της νεοκύστης και κατά τη διάρκεια της ημέρας και κατά τη διάρκεια της νύκτας, εφ΄όρου ζωής. 
  • Μερικοί χειρουργοί διατηρούν τον προστάτη αδένα κατά τη ριζική κυστεκτομή με σκοπό να αυξήσουν τα ποσοστά της ημερήσιας και νυκτερινής εγκράτειας του ασθενούς. Η διατήρηση αυτή μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το ογκολογικό αποτέλεσμα της επέμβασης και πρέπει να προτείνεται με πολύ προσοχή. 
  • Η ριζική κυστεκτομή και η εκτροπή των ούρων σχετίζεται με την εμφάνιση και άλλων επιπλοκών όπως η απόφραξη του εντέρου (23%), η στένωση των αναστομώσεων των ουρητήρων (5%), η στένωση της στομίας (20%), η λοίμωξη του ουροποιητικού (20%), ο σχηματισμός μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης (15%) ή κήλης περί τη στομία του ασθενούς (20-40%), η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση (δηλαδή ο σχηματισμός θρόμου αίματος εντός των φλεβών) (8%) και ο σχηματισμός λεμφοκήλης (δηλαδή εγκυστωμένης συλλογής λέμφου εντός της κοιλιάς) (5%). Τέλος η επέμβαση σχετίζεται με θνητότητα (δηλαδή τη πιθανότητα να πεθάνει ο ασθενής από το χειρουργείο) 2-4%. Η θνητότητα εξαρτάται κυρίως από τη συνοσηρότητα (συνοδά ιατρικά προβλήματα) του ασθενούς και από τη γενική κατάσταση της υγείας του.
  • Όλοι οι ασθενείς δεν είναι κατάλληλοι υποψήφιοι για το σχηματισμό εγκρατούς νεοκύστης. Ηλικιωμένοι ασθενείς με κινητικά προβλήματα ή με σοβαρά ιατρικά συνοδά νοσήματα, μη συνεργάσιμοι ασθενείς ή ασθενείς που μένουν σε απομακρυσμένα μέρη και οι οποίοι δεν μπορούν να έχουν τακτική επαφή με το εξειδικευμένο ογκολογικό κέντρο δεν είναι κατάλληλοι υποψήφιοι. Επιπρόσθετα εγκρατής νεοκύστη δεν ενδείκνυται σε ασθενείς με νεφρολογικές παθήσεις, οι οποίες μπορεί να εξελιχθούν σε νεφρική ανεπάρκεια, σε ασθενείς με χρόνιες παθήσεις του εντέρου όπως η τελική ειλεϊτιδα (νόσος του Chron) ή η ελκώδης κολίτιδα και με νευρολογικές παθήσεις που προδικάζουν σε αδυναμία σωστής κένωσης της νεοκύστης. Τέλος, ασθενείς οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε ακτινοβολία της κοιλιακής χώρας και της πυέλου αλλά και ασθενείς οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε προηγούμενη εκτομή του εντέρου δεν αποτελουν ιδανικούς υποψηφίους για εγκρατή εκτροπή των ούρων. 
Ανοικτή / Λαπαροσκοπική ή Ρομποτική Κυστεκτομή
  • Η ριζική κυστεκτομή και η εκτροπή των ούρων μπορούν να πραγματοποιηθούν είτε με ανοικτή χειρουργική είτε με καινούργιες ελάχιστα παρεμβατικές τεχνικές, οι οποίες αναπτύχθηκαν με στόχο να μειώσουν τις επιπλοκές των μεγάλων τομών. 
  • Οι καινούριες αυτές ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές περιλαμβάνουν τη λαπαροσκοπική χειρουργική και τη ρομποτική χειρουργική με το σύστημα Da Vinci. Η λαπαροσκοπική και η ρομποτική χειρουργική πραγματοποιούνται μέσω μικρών οπών στο κοιλιακό τοίχωμα διαμέσου των οποίων ο χειρουργός τοποθετεί  τη κάμερα και τα εργαλεία εντός της κοιλιακής κοιλότητας. 
  • Σε σύγκριση με την ανοικτή χειρουργική η λαπαροσκοπική και η ρομποτική χειρουργική εμφανίζουν τα ίδια ποσοστά επιπλοκών και τα ίδια λειτουργικά αποτελέσματα, φαίνεται όμως ότι σχετίζονται με μικρότερη απώλεια αίματος και κατά συνέπεια με μικρότερο ποσοστό μεταγγίσεων και βοηθούν στη γρηγορότερη ανάρρωση του ασθενούς μετά από ένα μεγάλο χειρουργείο. 
  • Η επιλογή του τύπου του χειρουργείου εξαρτάται κυρίως από την εμπειρία του χειρουργού.
  • Η πραγματοποίηση ριζικής κυστεκτομής και εκτροπής των ούρων πρέπει να γίνεται σε εξιδεικευμένα ουρολογικά κέντρα και από χειρουργούς με αυξημένη εγχειρητική εμπειρία.  
Χημειοθεραπεία σε ασθενείς με καρκίνο της ουροδόχου κύστης
  • Η χημειοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί στον ασθενή είτε πριν (νέο-επικουρική) είτε μετά από το χειρουργείο (επικουρική)
  • Η χημειοθεραπεία είναι πιο αποτελεσματική όταν υπάρχει μικρός αριθμός καρκινικών κυττάρων (απαραίτητη προϋπόθεση η εκτεταμένη και πλήρης διουρηθρική εκτομή του όγκου) και όταν χορηγείται πριν από τη ριζική κυστεκτομή (ή την ακτινοβολία).
  • Η νέο-επικουρική χημειοθεραπεία πριν από τη κυστεκτομή ή την ακτινοβολία φαίνεται οτι αυξάνει κατά 5-7% την επιβίωση του ασθενούς. 
  • Επίσης μπορεί να οδηγήσει σε εξάλλειψη του όγκου με αποτέλεσμα σε ένα ποσοστό 30% να μην ανευρίσκεται καρκίνος στο ιστολογικό παρασκεύασμα της κυστεκτομής. Οι ασθενείς αυτοί έχουν αυξημένη πενταετή επιβίωση μετά τη ριζική κυστεκτομή. 
  • Εάν ο ασθενής εμφανίζει προχωρημένη ή μεταστατική νόσο η χημειοθεραπεία μπορεί να μην σώσει τη ζωή του αλλά θα την επιμηκύνει και θα καλυτερεύσει την ποιότητα της μειώνοντας τις επιπλοκές της νόσου. Η χημειοθεραπεία αυτή ονομάζεται παρηγορητική, οδηγεί σε πλήρη αντοπόκριση της νόσου στο 30% των ασθενών, ενώ το 60% αυτών τελικά θα υποτροπιάσει. 
Πράγματα που πρέπει να ξέρει ο ασθενής για την χημειοθεραπεία στον καρκίνο της ουροδόχου κύστης
  • Ο πιο αποτελεσματικός χημειοθεραπευτικός παράγοντας είναι η σισπλατίνη 
  • Η σισπλατίνη συνδυάζεται συνήθως με μεθοτρεξάτη, βινπλαστίνη και αδριαμυκίνη (MVAC) ή γεμσιταβίνη
  • Ο συνδυασμός σισπλατίνης και γεμσιταβίνης γίνεται πιο καλά ανεκτός από τους ασθενείς σε σχέση με το MVAC αλλά δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικός. 
  • Η σισπλατίνη είναι τοξικό φάρμακο για τα νεφρά και το περιφερικό νευρικό σύστημα ιδιαίτερα την ακοή του ασθενούς. Τα φάρμακα αυτά χορηγούνται απευθείας ενδοφλέβια σε κύκλους κατά τους οποίους αυξάνουμε την ενυδάτωση του ασθενούς έτσι ώστε να έχουμε καλή διούρηση δηλαδή αυξημένη αποβολή των ούρων.
  • Εάν υπάρχουν προβλήματα με τα νεφρά ή με την ακοή η σισπλατίνη μερικές φορές αντικαθίσταται με καρβοπλατίνη 
  • Η καρβοπλατίνη δεν είναι τόσο αποτελεσματική όπως η σισπλατίνη ενώ έχει περισσότερη τοξικότητα για το μυελό των οστών. Τα κυτταροτοξικά αυτά φάρμακα επιλεκτικά δρούν εναντίον των καρκινικών κυττάρων γιατί τα τελευταία εμφανίζουν αυξημένο πολλαπλασιασμό αλλά ταυτόχρονα καταστρέφουν και φυσιολογικά κύτταρα που εμφανίζουν και αυτά αυξημένο πολλαπλασιασμού όπως για παράδειγμα τα κύτταρα του μυελού των οστών καθώς και τα κύτταρα του εντέρου. Κατά συνέπεια μία παρενέργεια της χημειοθεραπείας έιναι η εμφάνιση λοίμωξης. 
  • Εάν επισυμβεί λοίμωξη η χημειοθεραπεία αναβάλλεται εως ότου θεραπευτεί η λοίμωξη. 
  • Η ριζική κυστεκτομή και η εκτροπή των ούρων σχετίζεται με ανάπτυξη λοίμωξης στο 20% των αρρώστων. Ως εκ τούτου η επικουρική χημειοθεραπεία μπορεί να καθυστερήσει μετά το χειρουργείο. 
  • Η χημειοθεραπεία είναι επίσης τοξική για την καρδιά και ίσως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς με σοβαρά καρδιακά προβλήματα. 
  • Επίσης η χημειοθεραπεία μπορεί να προκαλέσει εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, δηλαδή το σχηματισμό θρόμβων αίματος μέσα σε φλέβες 
  • Ο ασθενής οποίος πρόκειται να υποβληθεί σε χημειοθεραπεία θα πρέπει να έχει μια πολύ καλή κατάσταση υγείας
  • Εάν ο ασθενής έχει υποβληθεί σε νέοεπικουρική χημειοθεραπεία ή οποία δεν έφερε αποτέλεσμα, υποβάλλεται σε επικουρική χημειοθεραπεία με MVAC ή με το συνδυασμό σισπλατίνη με γεμσιταβίνη. Εάν και αυτή η θεραπεία αποτύχει δεν υπάρχει περαιτέρω θεραπεία η οποία να έχει αποδειχθεί αποτελεσματική. 
  • Η καλύτερη αγωγή για τους ασθενείς αυτούς είναι να δώσουμε βινφλουνίνη και να είμαστε σίγουροι ότι ανακουφίζουμε σωστά τον πόνο του ασθενούς. Δυστυχώς δεν επιτυγχάνουμε σημαντική καθυστέρηση της προόδου της νόσου, η τοξικότητα παραμένει υψηλή και η συνολική επιβίωση πτωχή. Ο ασθενής μπορεί να ενταχθεί σε ένα πειραματικό θεραπευτικό κλινικό πρωτόκολλο. 
Πράγματα που πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής για την ακτινοβολία στον καρκίνο της ουροδόχου κύστεως
  • H ακτινοβολία παίζει σημαντικό ρόλο στο μύοδιηθητικό καρκίνο της ουροδόχου κύστης. Δυστυχώς ο ρόλος αυτός περιορίζεται σημαντικά από το ποσοστό του καρκίνου που παραμένει εντός της ουροδόχου κύστης μετά την αρχική εκτομή αυτού, από τη λειτουργικότητα της κύστης καθώς και από το γεγονός ότι οι υποτροπές ή η πρόοδος της νόσου απαιτούν στενή παρακολούθηση των ασθενών που υποβάλλονται σε ακτινοβολία.
  • Η ακτινοβολία δημιουργεί έναν ίνοπολλαπλασιαστικό μηχανισμό επούλωσης εξαιτίας του οποίου αναπτύσσεται ουλώδης ιστός εντός του τοιχώματος της που αντικαθιστά τον φυσιολογικό μυϊκό ιστό. Αυτό μπορεί δυστυχώς να επηρεάσει την φυσιολογική λειτουργία της ουροδόχου κύστης η οποία θα προκαλέσει σοβαρά συμτπώματα στον ασθενή και μπορεί να απαιτηθεί παρηγορητική κυστεκτομή. 
  • Η ριζική κυστεκτομή μετά από ακτινοβολία γίνεται δυσκολότερη, πολλές φορές η λεμφαδενεκτομή εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη και η χρήση του εντέρου μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένες επιπλοκές. 
  • Η χορήγηση ακτινοβολίας στην ελάσσονα πύελο μπορεί να εμποδίσει την πραγματοποίηση εκτροπής των ούρων από έντερο και/ή το σχηματισμό νεοκύστης. 
  • Η ακτινοβολία οδηγεί σε παραγωγή ανωμάλων αγγείων (νεοαγγείων) τα οποία μπορεί να προκαλέσουν αιμορραγίες από την ουροδόχο κύστη (ακτινική κυστίτιδα).  
  • Ο συνδυασμός της ακτινοβολίας με τη χημειοθεραπεία αποτελεί τη θεραπεία εκλογής για μια σπάνια μορφή καρκίνου της ουροδόχου κύστης που ονομάζεται μικροκυτταρικό καρκίνωμα 
  • Οι ασθενείς οι οποίοι έχουμε πολύ μεγάλο φορτίο νόσου το οποίο δεν μπορεί να εξαιρεθεί με διουρηθρική εκτομή μπορεί να ωφεληθούν από την παρηγορητική χρήση της ακτινοβολίας η οποία θα ελαττώσει την αύξηση του όγκου, θα ελαττώσει τον πόνο και ελαττώνει την πιθανότητα αιμορραγίας.
Τι πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής για κλινικές μελέτες που αφορούν την ακτινοβολία στην ουρολογία;
  • Πραγματοποιούνται μελέτες διατήρησης της ουροδόχου κύστεως με χρησιμοποίηση καινούργιων παραγόντων 
  • Προς το παρόν οι παράγοντες αυτοί χρησιμοποιούνται μόνο σε εκείνους τους ασθενείς που δεν είναι κατάλληλοι υποψήφιοι για να υποβληθούν σε χειρουργείο ή σε ασθενείς που επιθυμούν όσο τίποτε άλλο να διατηρήσουν την ουροδόχο κύστη τους αποδεχόμενοι τους κινδύνους και τις μακροχρόνιες ανεπιθύμητες ενέργειες 
  • Ο σχεδιασμός αυτών των θεραπειών στον καρκίνο της ουροδόχου κύστης απαιτεί στενή συνεργασία διαφόρων ιατρικών ειδικοτήτων όπως του ουρολόγου, του ακτινοθεραπευτή και του ογκολόγου.
Παρακολούθηση των ασθενών
  • Η υποτροπή της νόσου και ο κίνδυνος εμφάνισης επιπλοκών είναι μεγάλος στους ασθενείς με μυοδιηθητικό καρκίνο της κύστης ανεξάρτητα απο το είδος της θεραπείας που θα υποβληθούν. Ως εκ τούτου η παρακολούθηση των ασθενών αυτών είναι σημαντική. 
  • Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται πολύ στενά για τα πρώτα πέντε χρόνια αλλά και κατόπιν αυτού του διαστήματος ιδαιίτερα εάν δεν έχει αφαιρεθεί η ουροδόχος κύστη. 
  • Η πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου στο ανώτερο ουροποιητικό δηλαδή στούς ουρητήρες και το νεφρό είναι χαμηλός (5%) αλλά οι ασθενείς θα πρέπει να ελέγχονται και για αυτή την πιθανότητα. Ε
  • Επιπλέον οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε ριζική κυστεκτομή και σε εκτροπή των ούρων με τη χρήση εντέρου βρίσκονται στον κίνδυνο ανάπτυξης μεταβολικών επιπλοκών.
  • Ο τρόπος παρακολούθησης καθορίζεται από το στάδιο του όγκου, το είδος της θεραπείας στην οποία έχει υποβληθεί ο ασθενής καθώς και από την συνύπαρξη καρκινώματος in situ ή όχι. 
  • Η πρώτη παρακολούθηση του ασθενούς γίνεται στους τρεις μήνες και περιλαμβάνει τη φυσική εξέταση, τον έλεγχο λειτουργίας του ήπατος, τον έλεγχο λειτουργίας των νεφρών καθώς και την πραγματοποίηση υπερηχοτομογραφήματος άνω και κάτω κοιλίας 
  • Στους έξι μήνες πραγματοποιούνται αξονική τομογραφία άνω κάτω κοιλίας και αξονική θώρακος. Οι εξετάσεις αυτές είναι πιο ευαίσθητες μέθοδοι για να ανακαλύψουν υποτροπή της νόσου 
  • Οι εξετάσεις αυτές πραγματοποιούνται ξανά στον πρώτο χρόνο και μετά μία φορά το χρόνο. 
  • Εάν ο ασθενής έχει υποβληθεί σε σχηματισμό νεοκύστης η ουρήθρα του ασθενούς θα πρέπει να ελέγχεται για τυχόν υποτροπή της νόσου ιδιαίτερα αν στο παρασκεύασμα της κυστεκτομής ο παθολογοανατόμος είχε καταδείξει ότι υπήρχε και καρκίνωμα in situ (CIS).

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ...

Συχνές Ερωτήσεις
Read More
Επείγουσες καταστάσεις στη Ουρολογία
Read More
Ευκαμπτη Ουρητηρολιθοτριψία λέιζερ
Read More
Στόχος του συγκεκριμένου διαδικτυακού τόπου είναι η αντικειμενική ενημέρωση των ασθενών και των συγγενών τους για τις παθήσεις του ουροποιογεννητικού συστήματος του ανθρώπου, αντικείμενο ενασχόλησης της ιατρικής ειδικότητας της Ουρολογίας.

ΚΛΕΙΣΤΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ
linkedin facebook pinterest youtube rss twitter instagram facebook-blank rss-blank linkedin-blank pinterest youtube twitter instagram